"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΤΣΑΡΛΑΤΑΝΟΞΕΦΤΙΛΟΛΑΓΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Η ξαδέλφη μου η Τούλα, η θεία Αγγέλα και ο ΑλέKΣης

Γράφει ο "ΔΡΑΣΤΗΣ"



Συνάντησα προχθές στο δρόμο την ξαδέλφη μου την Τούλα, είχα καιρό να τη δω. Τρόμαξα να τη γνωρίσω, σκιά του εαυτού της. Περνάει πολύ δύσκολα πια. Όχι μόνο οικονομικά, αλλά και συναισθηματικά. Μου είπε με σκυμμένο κεφάλι και σβηστή φωνή τα τελευταία νέα της και απελπίστηκα και εγώ για αυτήν. Από το κακό στο χειρότερο. Η Τούλα ήταν από παλιά άμυαλη και επιπόλαιη, πάντα στον κόκκορα τα είχε φορτωμένα όλα, ποτέ δε νοιάστηκε για το αύριο, αλλά σίγουρα δεν της άξιζε τέτοια τύχη...



Αλλά, ας τα πάρουμε όλα από την αρχή


Η Τούλα από μικρή ήταν ατίθαση και επαναστάτρια. ‘Ολο για ελευθερία μίλαγε και ανεξαρτησία και κατηγορούσε συνέχεια τους δικούς της ότι ήταν πολύ συντηρητικοί και την περιόριζαν. Δεν άργησε να έρθει η μέρα που τους ανακοίνωσε με μία άγρια χαρά ότι είχε γνωρίσει τον έρωτα της ζωής της, τον Αντρέα, και ότι είχε αποφασίσει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της μαζί του. Ο Αντρέας ήταν ένας πολύ γοητευτικός και μορφωμένος κύριος, προοδευτικών πεποιθήσεων, από καλή οικογένεια και αρκετά μεγαλύτερός της. Της υποσχέθηκε τον ουρανό με τα άστρα και αυτή μικρή και μαγεμένη από τη γοητεία του, τον εμπιστεύτηκε. Τον ακολούθησε τυφλά.



Τα πρώτα χρόνια που πέρασαν μαζί ήταν ονειρεμένα. Ο Αντρέας της μίλαγε γλυκά, δεν της χάλαγε χατίρι, της αγόραζε ό,τι του ζητούσε και την πήγαινε στα καλύτερα μαγαζιά. Athens by night λέμε, ντουζίνες τα πιάτα στην πίστα. Δίπλα του έμαθε τι θα πει καλή ζωή, απόκτησε ότι της είχαν στερήσει οι συντηρητικοί και σφιχτοχέρηδες δικοί της. Μία ζωή μαγική, βγαλμένη από τα παραμύθια. Στην κυριολεξία όμως. Διότι ο Αντρέας της κρατούσε ένα μεγάλο μυστικό. Αυτά που ξόδευε για πάρτη της δεν ήταν δικά του χρήματα, τα δανειζόταν. Και όσο αυτός προσπαθούσε να την έχει στα πούπουλα, τόσο το χρέος μεγάλωνε. 


 Κάποια στιγμή τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, άρχισαν οι περικοπές των εξόδων και ήταν τότε που η σχέση τους άρχισε να χαλάει. Κάπου τα έσπασαν οι δύο τους, κάπου τα ξαναβρήκαν, και έτσι πέρασαν τα χρόνια μέχρι που μία νύχτα ο Αντρέας έφυγε από τον κόσμο αυτόν και την άφησε μόνη. Δεν την ξέχασε όμως.



Της άφησε την επιχείρησή του, με χρέη αρκετά είναι η αλήθεια, αλλά με προοπτικές και καλούς πελάτες.  


Επειδή η Τούλα δε γνώριζε από αυτά, τη διοίκηση του μαγαζιού την ανέλαβε ο κύριος Κώστας, ο αρχιλογιστής του Αντρέα. Άνθρωπος σχολαστικός και μεθοδικός, το κράτησε το μαγαζί όρθιο για αρκετά χρόνια, το ανέβασε και λίγο, κάπου έβαλε και μία τάξη με τα χρέη, τα νοικοκύρεψε με λίγα λόγια. Δεν πέρασε άσχημα εκείνα τα χρόνια η Τούλα. Δεν ήταν σαν τότε με τον Αντρέα, αλλά δεν είχε κανένα σοβαρό παράπονο. Τις εξόδους της, τα ψώνια της, τα ταξίδια της, τίποτε δε στερήθηκε με τον κύριο Κώστα το λογιστή.



Ακούγονταν όμως πολλές φήμες ότι το μαγαζί το έκλεβαν από μέσα τα στελέχη. Κάποιοι παλιοί υπάλληλοι αλλά και νεώτεροι, μεγαλοστελέχη, ο Άκης, ο Γιάννος και μερικοί άλλοι που ασχολούνταν με τους προμηθευτές της επιχείρησης, έκαναν μεγάλη ζωή εκείνη την εποχή και όλοι αναρωτιόντουσαν πού τα έβρισκαν τόσα χρήματα. Τα άκουγε και η Τούλα αυτά τα κουτσομπολιά, είχε και μάτια να βλέπει, και είχε αρχίσει να σκέφτεται μήπως ο κύριος Κώστας δεν ήταν και τόσο τίμιος όσο έδειχνε, ή μήπως δεν ήταν και τόσο έξυπνος τελικά.



Ήταν τότε που γνώρισε ένα ακόμη έρωτα στη ζωή της, τον Κωστάκη. Πληθωρικός, έξω καρδιά, χειμαρρώδης όταν μιλούσε, κιμπάρης, ένας άρχοντας σωστός. Από μεγάλη οικογένεια και αυτός, όπως ο Αντρέας (την γοήτευαν πολύ τα μεγάλα ονόματα την Τούλα, αυτό ήταν βέβαιο). Ο Κωστάκης την έψηνε ότι έπρεπε να διώξει τον κύριο Κώστα και το σινάφι του από το μαγαζί, να το αναλάβει αυτός ο ίδιος, ένας δικός της άνθρωπος, για να σταματήσουν να την κλέβουν. Δεν ήθελε και πολύ προσπάθεια να την πείσει, ερωτευμένη και πάλι η Τούλα, ξανάρχιζε τη ζωή της από την αρχή. Του έδωσε τα κλειδιά της επιχείρησης και ξεκίνησε να ζει μαζί του ένα δεύτερο παραμύθι... Μεγαλεία, γιορτές, επιτυχίες, η ζωή τους έτρεχε ασταμάτητη σαν το τρένο, να τα σπίτια και τα αυτοκίνητα, να τα γλέντια, να τα κεράσματα σε φίλους και κουμπάρους, ήταν και γαλαντόμος είπαμε ο Κωστάκης, δεν ήταν κανένας καρμίρης, η Τούλα ζούσε τις πιο χρυσές εποχές!



Όμως, ως συνήθως, δεν υπάρχουν μαγικά. Το ίδιο κόλπο με τον Αντρέα είχε κάνει και ο Κωστάκης, δανεικά και ξανά δανεικά έπαιρνε και έφτασε πάλι ο κόμπος στο χτένι. 


Ο Κωστάκης της το ανακοίνωσε μια μέρα της Τούλας, τέρμα τα ξεσαλώματα, θα έπρεπε να γίνουν τεράστιες περικοπές, να μαζευτούν στο σπίτι, διαφορετικά θα τη χαιρετούσαν την Αλεξάνδρεια που φεύγει


Εκεί ήταν που σάλεψε το μυαλό της Τούλας. Δεν το πίστευε αυτό που άκουγε. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Και τα έβαλε με τον Κωστάκη, ο οποίος μπορεί να τα έκανε θάλασσα, μπορεί να έχασε τον έλεγχο του μαγαζιού (δεν ασχολιόταν και πολύ έλεγαν οι κακές γλώσσες), αλλά ψεύτης δεν ήταν. Την αλήθεια είπε, ίσως πολύ αργά και για τον ίδιο και για όλους, ωστόσο την είπε.



Η Τούλα όμως είχε ξεφύγει πια, πετούσε στους αιθέρες, τον έδιωξε τον Κωστάκη μία μέρα του Οκτώβρη και σπίτωσε το Γιωργάκη, το νέο της αμόρε. Από τζάκι και αυτός, τρίτη γενιά αριστοκράτης - είπαμε, την Τούλα την τραβούσαν τα μεγάλα ονόματα. Ο Γιωργάκης την είχε διαβεβαιώσει ότι όλα αυτά ήταν ένα κακό όνειρο, μία οφθαλμαπάτη, ότι θα συνέχιζαν μαζί τη μεγάλη ζωή, αρκεί να τον εμπιστευόταν. Πολύ σύντομα βέβαια, αποδείχθηκε ότι ο Γιωργάκης δεν ήξερε τι του γινόταν. Όχι μόνο δεν έβαλε τάξη στο μαγαζί, αλλά έμπασε και τους δανειστές συνέταιρους στην επιχείρηση, να αποφασίζουν αυτοί τι θα γίνεται.



Η Τούλα τα έβαλε τότε με το Γιωργάκη, που την κορόιδεψε, που την έφερε σε αυτό το χάλι, που δεν ήταν άξιος του ονόματός του. Δεν σκέφτηκε όμως ποτέ τη δική της ευθύνη που τον πίστεψε και του έδωσε το τιμόνι. Τον πέταξε και αυτόν μια μέρα έξω από το σπίτι και τότε ήταν που μπλέχτηκε στην υπόθεση και η θεία Αγγέλα με το υπόλοιπο σόι, έδωσαν και κάποια μεγάλα ποσά για να ξεπληρώσουν μερικούς από τους δανειστές, μήπως γλυτώσει η Τούλα τη φυλακή, αλλά η συμφωνία ήταν να τα πάρουν κάποτε πίσω.



Έθεσε όρους όμως η θεία Αγγέλα. Το μαγαζί το ανέλαβε ένας δικός της, ο Αντώνης, με συγκεκριμένες εντολές τι θα κάνει. Τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι της έβαλαν της Τούλας η θεία Αγγέλα και ο Αντωνάκης. Κομμένα όλα, ούτε αυτοκίνητο, ούτε ταβερνάκια, ούτε βόλτες στην αγορά, με τη ρόμπα και τις παντόφλες στο σπίτι, να μάθει να πλέκει. 


 Ε, εκεί ήταν που αποτρελάθηκε εντελώς η ξαδέλφη. Βγήκε στους δρόμους και στις πλατείες και έψαχνε τον πρώτο τυχόντα, να της υποσχεθεί ότι θα τη βγάλει από τον εφιάλτη της.



Τον γνώρισε τον καινούργιο της έρωτα στην πλατεία. Τον έλεγαν Αλέξη. Ήταν νέος, σαγηνευτικός, με τεράστια αυτοπεποίθηση. Φανατικός επαναστάτης, ασυμβίβαστος, όπως υπήρξε και αυτή κάποτε πριν μάθει στη μεγάλη ζωή. Σε ώριμη ηλικία πια η Τούλα, κολακεύτηκε που τη φλερτάριζε ένας άνδρας τόσο νεότερός της. Άσε που με εκείνη τη μπάσα φωνή του, της θύμιζε τον πρώτο της έρωτα, τον Αντρέα. Δεν τον είχε ξεχάσει ποτέ τον Αντρέα η Τούλα, όσοι κι αν είχαν περάσει από τη ζωή της, τη θέση του στην καρδιά της κανείς την πήρε.



Βγαίνανε πολύ συχνά με τον Αλέξη και τα λέγανε. Η Τούλα όλο θυμόταν τις καλές εποχές και ο Αλέξης της μιλούσε για το μέλλον που θα είναι καλύτερο μαζί του από όλα τα περασμένα. Κι αυτή τον άκουγε με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια της καρφωμένα στα δικά του. Δεν είχε χορτάσει από παραμύθι η Τούλα, το τράβαγε ο οργανισμός της…  


Μαζί βρίζανε τον κυρ Κώστα το λογιστή, και τον Κωστάκη και το Γιωργάκη και τον Αντώνη. Άχρηστοι όλοι, εκμεταλλευτές, συμφωνούσε και ο Αλέξης. Ξέχασε η Τούλα πόσο καλά είχε περάσει τη ζωή της, αυτό που της έμεινε ήταν η κατάντια της. Μόνο τον Αντρέα δεν κατηγόρησε ποτέ της, ήταν βλέπετε ο πρώτος της έρωτας…



Ο Αλέξης...
 κι αν της υποσχέθηκε τα πάντα! Όλα τα περασμένα μεγαλεία, και άλλα τόσα της έταξε… Ότι θα τα βάλει και με τον Αντωνάκη και με τη θεία Αγγέλα. Ότι το μαγαζί τον παρακαλάνε να το χρηματοδοτήσουν κάτι φίλοι του Κινέζοι. Ότι θα την κάνει την επιχείρηση ανεξάρτητη, να μην έχουν ανάγκη κανένα. Ότι η θεία Αγγέλα θα τους παρακαλάει στο τέλος να τους χαρίσει τα δανεικά, από φόβο μην τα βροντήξει όλα η Τούλα και διαλυθεί η οικογένεια. Βέβαια, ο Αλέξης δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του, ούτε και τρελαινόταν για επιχειρήσεις, οπότε η Τούλα κανονικά θα έπρεπε να σκεφτεί ότι όλα αυτά που της έλεγε ήταν "too good to be true”. Αλλά η Τούλα δεν ήταν υποψιασμένη, τα μυαλά της πάνω από το κεφάλι της, τίποτε δεν κατάλαβε ότι ο Αλέξης προσπαθούσε να βάλει πόδι στο μαγαζί το δικό της, που της άφησε ο Αντρέας της.



Φουντωμένη από αυτά που της έλεγε ο Αλέξης, η Τούλα γυρνούσε στο σπίτι και τα έκανε γης Μαδιάμ. Τίποτε δεν ήθελε να κάνει από αυτά που της πρότειναν ο Αντώνης και η θεία Αγγέλα. Τα παλιά τα ασημικά δεν τα πούλαγε κι ας μην είχε να φάει, παραχωρήσεις για να μπουν λεφτά στην επιχείρηση δεν έκανε, και ήθελε και μέρισμα από τις μετοχές της λες και η επιχείρηση έβγαζε κέρδη... Αυτό η θεία Αγγέλα δεν μπορούσε να το συγχωρήσει στον Αντώνη, που δεν είχε την ικανότητα να κάνει την Τούλα να πειθαρχήσει.



Εν τω μεταξύ, ήταν όλοι θορυβημένοι στο σόι, είχαν πάρει χαμπάρι και τη σχέση με τον Αλέξη και ανησυχούσαν πολύ τι θα γίνει με την Τούλα. Φοβόντουσαν ότι μία μέρα θα ξεκόψει τελείως από αυτούς. Και δεν ήταν μόνο που θα διαλυόταν η οικογένεια, τους χρωστούσε και ένα κάρο λεφτά η Τούλα, αυτό ήταν εξίσου σοβαρό. Έτσι, τη μέρα που η Τούλα ανακοίνωσε πως διώχνει και τον Αντώνη, και αναλαμβάνει δίπλα της ο Αλέξης, όλοι στο σόι έπεσαν σε μαύρη κατάθλιψη. Η θεία Αγγέλα μόνο δεν ανησύχησε. Έστειλε μήνυμα μόνο στον Αλέξη, να πάει να της μιλήσει για να δούνε τι θα κάνουν.



Η Τούλα από την άλλη, πετούσε στους εφτά ουρανούς. Με τέτοιο παλικάρι δίπλα της δεν είχε να φοβηθεί κανένα. Παρά την ταλαιπωρία της τα τελευταία χρόνια και το πεσμένο ηθικό της, συγκέντρωσε τις τελευταίες δυνάμεις που της είχαν απομείνει και μαζί με τον Αλέξη έβαλαν μπροστά το σχέδιό τους. Έφεραν καινούργια στελέχη στο μαγαζί, φίλοι του Αλέξη όλοι, στη θεωρία ήταν πρώτοι, αλλά ούτε και από αυτούς είχε δουλέψει ποτέ κανείς σε κανονική επιχείρηση. Μάζεψαν ό,τι ρευστό μπορούσαν να μαζέψουν, άρχισαν τις επαφές με νέους επενδυτές, και την ίδια στιγμή φοβέριζαν το σόι ότι θα τα τινάξουν όλα στον αέρα έτσι και δεν τους τα χαρίσουν όλα τα χρωστούμενα και δεν πάρουν και άλλα δανεικά. Πολύ σύντομα όμως ξέμειναν από λεφτά, και αναγκάστηκαν να πάνε να βρουν τη θεία Αγγέλα για να μιλήσουν. "Άσε", της είπε ο Αλέξης της Τούλας, "θα πάω εγώ να καθαρίσω".



Πήγε ο Αλέξης και βρήκε τη θεία Αγγέλα, ειπώθηκαν διάφορα μεταξύ τους, αλλά στο τέλος συμφώνησαν. Καλή ήταν η συμφωνία για τη θεία Αγγέλα. Ο Αλέξης δέχτηκε να της δώσει ότι του ζητούσε. Και τα παλιά ασημικά, και μέρος της επιχείρησης και μειώσεις στο κόστος της λειτουργίας του μαγαζιού, και το σημαντικότερο: Η Τούλα ξανά κλεισμένη στο σπίτι, ούτε βόλτες, ούτε αγορές, ούτε έσοδα από την επιχείρηση. Χειρότερα και από τον Αντώνη.



Όμως και για τον Αλέξη ήταν καλή η συμφωνία. Κράτησε τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου, το δικαίωμά του να επιλέγει ο ίδιος τα υπόλοιπα στελέχη της επιχείρησης, και βέβαια κέρδισε και την υποστήριξη της θείας Αγγέλας η οποία βρήκε επιτέλους έναν άνθρωπο να της κάνει τη δουλειά χωρίς να ακούει συνέχεια τη γκρίνια της Τούλας, αφού ο Αλέξης κατάφερε αυτό που δεν είχε καταφέρει ποτέ κανείς. Να την έχει σούζα την Τούλα στο σπίτι, μιλιά να μη βγάζει και να κάνει και ότι της λένε χωρίς πολλές διαμαρτυρίες.



Με αυτά και με αυτά έφτασε εδώ που έφτασε η ξαδέλφη μου η Τούλα. Φτωχή, προδομένη, απελπισμένη, ξεπουλημένη, να χρωστά ούτε και η ίδια ξέρει πόσα, να μη θέλει να δει άνθρωπο και να μην πιστεύει πια ότι κάτι μπορεί να φτιάξει στη ζωή της. Δεν έχει πια το κουράγιο ούτε τον Αλέξη να διώξει από το σπίτι, όπως έκανε με τους προηγούμενους που την κορόιδεψαν. Που και που βγαίνει στη λαϊκή να αγοράσει κανένα λαχανικό, το μεσημέρι που πέφτουν οι τιμές. Και τα βράδια τη βγάζει στον καναπέ, βλέπει φανατικά Survivor. Και το κανάλι της Βουλής που και που, όταν δείχνει αφιερώματα στον Αντρέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: